πολεμιστήν

πολεμιστήν
πολεμιστής
warrior
masc acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ménélas — Pour les articles homonymes, voir Ménélas (homonymie). Buste en marbre de Ménélas (musée du Vatican …   Wikipédia en Français

  • Phobos (mythologie) — Pour les articles homonymes, voir Phobos. Dans la mythologie grecque, Phobos (en grec ancien Φόϐος / Phóbos) est le fils d Arès et d Aphrodite, frère de Déimos. Incarnation de la peur panique (signification de son nom en grec). Phobos est l… …   Wikipédia en Français

  • Fobos (mitología) — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Fobos. En la mitología griega, Fobos (en …   Wikipedia Español

  • ισχύω — (ΑΜ ἰσχύω) [ισχύς] 1. είμαι ισχυρός, ασκώ επιρροή, επιδρώ («ισχύει η ικανότητα και όχι τα πολιτικά μέσα») 2. έχω νομικό κύρος («η διάταξη δεν ισχύει πλέον») 3. είμαι σε εφαρμογή («το εισιτήριο σας έληξε, δεν ισχύει πια») (νεοελλ. μσν.) έχω τη… …   Dictionary of Greek

  • μάλα — (Α μάλα) επίρρ. νεοελλ. (ενάρθρως) τα μάλα πάρα πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό αρχ. 1. σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη», Ομ. Οδ. β. «μάλ εὖ ἄμουσοι», Πλάτ. γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ …   Dictionary of Greek

  • ταλάφρων — και ταλαίφρων και ταλασίφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός 2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • ταλαύρινος — ον, Α 1. (συν. ως προσωνυμία τού Άρεως) αυτός που μάχεται με τη βοήθεια ασπίδας από χοντρό δέρμα ταύρου («...πρίν γ ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ταλαύρινον α) με δύναμη, ισχυρά β)… …   Dictionary of Greek

  • υπασπίδιος — ον, Α 1. καλυμμένος με ασπίδα («ὑπασπίδιον πολεμιστήν», Άσι.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπὸ τὴν ἀσπίδα τιθεὶς τοὺς πόδας καὶ οὕτως προβαίνων» 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπασπίδια κάτω από ασπίδα 4. φρ. «ὑπασπίδιον κοῑτον ἰαύω» κοιμάμαι ένοπλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”